Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: αιμομίκτης
3 εγγραφές [1 - 3]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
αιμομίκτης ο [emomíktis] Ο10 θηλ. αιμομίκτρια [emomíktria] Ο27 : αυτός που έχει κάνει αιμομιξία.

[λόγ. < μσν. αιμομίκτης < αιμομικ- (αιμομιξία) -της· λόγ. αιμομίκ(της) -τρια]

[Λεξικό Κριαρά]
αιμομίκτης ο.
  • Aυτός που συνευρίσκεται με γυναίκα συγγενή εξ αίματος:
    • (Eλλην. νόμ. 58610).

[<ουσ. αίμα + μιγνύω. H λ. τον 6. αι., σε σχόλ. (LBG) και σήμ.]

[Λεξικό Γεωργακά]
αιμομίκτης, αιμομικτικός, αιμομιξία s. αιμομει-
< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες