Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- αιμοληψία η [emolipsía] Ο25 : (ιατρ.) λήψη αίματος από αιμοδότη για μετάγγιση ή από άρρωστο για εργαστηριακή εξέταση: Kινητή μονάδα αιμοληψίας θα βρίσκεται αύριο στα Προπύλαια του Πανεπιστημίου.
[λόγ. αιμο- + -ληψία μτφρδ. γαλλ. prise de sang]