Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- αιμοκάθαρση η [emokáθarsi] Ο33 : (ιατρ.) ο τεχνητός εξωσωματικός καθαρισμός του αίματος από τοξικές ουσίες, οι οποίες κανονικά αποβάλλονται με τα ούρα: H ~ συνήθως γίνεται με συσκευή που ονομάζεται τεχνητός νεφρός.
[λόγ. αιμο- + κάθαρ(σις) -ση μτφρδ. γερμ. Blutreinigung]