Παράλληλη αναζήτηση
2 εγγραφές [1 - 2] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- αιμοδοσία η [emoδosía] Ο25 : προσφορά αίματος από αιμοδότη: Εθελοντική ~. Kέντρο αιμοδοσίας του νοσοκομείου. Kινητό συνεργείο αιμοδοσίας.
[λόγ. αιμο(δότης) -δοσία μτφρδ. γαλλ. don de sang]
[Λεξικό Γεωργακά]
- αιμοδοσία [emo∂osía] η, (L)
- giving of blood:
- κέντρο αιμοδοσίας blood bank.
- giving of blood: