Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: αιμοδιψής -ής -ές
2 εγγραφές [1 - 2]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
αιμοδιψής -ής -ές [emoδipsís] Ε10 : (λόγ., ιδ. για πρόσ.) αιμοβόρος.

[λόγ. < ελνστ. αἱμόδιψ(ος) μεταπλ. -ής κατά το αιμοσταγής για να μοιάζει πιο αρχ.]

[Λεξικό Γεωργακά]
αιμοδιψής, -ής, -ές [emo∂ipsís] (L)
  • ① bloodthirsty (syn αιμοβόρος 1):
    • όλα τα θηρία στα τελευταία τους ξαναβρίσκουν τη νεανική τους αγριότητα και ξαναγίνονται αιμοδιψή για τη δίψα του αίματος και μόνο (Roussos)
  • ② fig cruel, merciless (syn in αιμοβόρος 2):
    • ο ~ υπότροφος γράφει από τη Γερμανία (Ploritis).
< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες