Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: αιμοβόρος
3 εγγραφές [1 - 3]
[Λεξικό Κριαρά]
αιμοβόρος, επίθ.· αιμόβορος.
– Βλ. και ωμοβόρος.
  • 1) Σαρκοβόρος:
    • Eγώ (ενν. ο λύκος) είμαι αιμόβορον, εσθίω γαρ τα ζώα (Διήγ. παιδ. 816).
  • 2) Aιμοχαρής:
    • φονεύσιν αιμοβόροις (Γλυκά, Στ. 544).

[αρχ. επίθ. αιμοβόρος. H λ. και σήμ.]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
αιμοβόρος -α -ο [emovóros] Ε4 : 1.(για σαρκοφάγο ζώο) που του αρέσει να ρουφάει το αίμα της λείας του: H τίγρη, η λεοπάρδαλη, ο λύκος είναι ζώα αιμοβόρα. 2. (μτφ., ιδ. για πρόσ.) α. που του αρέσει να χύνεται αίμα, να σκοτώνονται δηλαδή άνθρωποι ή ζώα: Ένας ~ άνθρωπος. Tαυρομαχίες που τέρπουν τα αιμοβόρα ένστικτα του πλήθους. β. πολύ σκληρός, απάνθρωπος: Ένας ~ τύραννος.

[λόγ. < αρχ. αἱμοβόρος]

[Λεξικό Γεωργακά]
αιμοβόρος, -α, -ο (& -ικο) [emovóros] (region. & lit μοβόρος)
  • ① bloodsucking, bloodthirsty, eating raw flesh (syn L αιμοδιψής, αιμόδιψος, αιμοχαρής):
    • ακόμα κ' η μοβόρα η αλεπού μαδάει τις τρίχες απ' το στήθος της να στρώση στα κουτάβια της να πλαγιάσουν (Prevelakis) |
    • άρχισαν να διαδίνουν χαμηλόφωνα οι Aθηναίοι ... οι Aσιάτες (ήταν) αιμοβόρα κτήνη (Roufos) |
    • απάνω απ' όλα αυτά ... τριγυρίζει ο ~ ο θάνατος (Kovvatzis) |
    • έβγαινε τη νύχτα και βύζαινε το αίμα των παιδιών, ο μοβόρος (Vlami) |
    • poem σάλευε ο λεόπαρδος |
    • μες στο σιδερόφραχτο κλουβί· |
    • τα αιμοβόρα και τα λυγερότατα |
    • σ' ένα βελουδόπλαστο κορμί (Palam) |
    • πώς τον θέλγει το μουρμούρι |
    • ...| κ' η λάβρη συναγρίδα σα χυμάει |
    • στ' ασπρόψαρα αιμοβόρα και σκορπάει το χαμό (Mammelis)
  • ② ferocious, cruel, merciless (syn απάνθρωπος, θηριώδης, σκληρός):
    • δόλιος και ~ wily and heartless |
    • αιμοβόρα ένστικτα |
    • ~ τύραννος, ~ πασάς |
    • ήταν ένας κτηνάνθρωπος, ένα αιμοβόρο τέρας (Theotokas) |
    • poem αχ! η ψυχή μου εγδίκηση φωνάζει, |
    • άγρια τη θέλει, ανήκουστη, αιμοβόρα (Markoras)
  • ③ malicious, wicked (syn μοχθηρός, χαιρέκακος):
    • ~ άνθρωπος, αιμοβόρα γυναίκα, αιμοβόρο (or αιμοβόρικο) παιδί |
    • αιμοβόρα ψυχή |
    • δεν κατόρθωσε να συμφιλιωθή ... ούτε με τις πρωτόγονες δοξασίες ... για τον αιμοβόρο θεό τους, το Γιαχβέ (Roufos) |
    • η Σπιθούραινα ήταν μοβόρα σα νυφίτσα (Prevelakis) |
    • poem όπου λύσσα του Τούρκου αιμοβόρα |
    • να ξεφύγη εδυνήθη κρυφά (Markoras)

[fr MG αιμοβόρος ← AG]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες