Παράλληλη αναζήτηση
2 εγγραφές [1 - 2] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- αιμοβορία η [emovoría] Ο25 (χωρίς πληθ.) : (σπάν.) η ιδιότητα του αιμοβόρου ζώου ή ανθρώπου.
[λόγ. αιμοβόρ(ος) -ία]
[Λεξικό Γεωργακά]
- αιμοβορία [emovoría] η, (L)
- ① bloodthirstiness:
- με ~ bloodily
- ② ferocity, cruelty, heartlessness, inhumanity (syn απανθρωπία, θηριωδία, σκληρότητα):
- (in a jocular manner) ο πελάτης ζητάει (τα καρπούζια) με το μαχαίρι κ' έχει και την ~ να επιμένη να τα σφάζης μπροστά στα μάτια του (Lountemis)
[fr MG αιμοβορία, der of αιμοβόρος]
- ① bloodthirstiness: