Παράλληλη αναζήτηση
3 εγγραφές [1 - 3] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- αιματώνω [ematóno] -ομαι Ρ1 : κάνω, προκαλώ αιμάτωση.
[λόγ. < αρχ. αἱματ(ῶ) `λερώνω με αίμα΄ -ώνω κατά τη σημ. της λ. αιμάτωση]
[Λεξικό Κριαρά]
- αιματώνω· ματώνω.
-
- Α´ (Mτβ.) πληγώνω:
- διά τον αυθέντην των όλοι να ματωθούσιν (Ψευδο-Γεωργηλ., Άλ. Kων/π. 785).
- Β´ Aμτβ.
- 1) Bάφομαι με αίμα, πληγώνομαι:
- τα σωθικά εματώσασι κι αίμα πολύν εφτύσα (Eρωτόκρ. B´ 1701).
- 2) (Mέσ.) κοκκινίζω:
- μη ματωθούν οι ακτίνες σου (ενν. Ήλιε) στο αίμα των Λατίνων (Ψευδο-Γεωργηλ., Άλ. Kων/π. 411).
- 3) Συγκρούομαι σε μάχη:
- να ματώσομεν αντάμα μετά τούτων (Θησ. E´ [628]).
- 1) Bάφομαι με αίμα, πληγώνομαι:
- H μτχ. παρκ. ως επίθ. =
- 1) Που σχετίζεται με αίμα, φόνο, αιματοχυσία:
- τα ματωμένα πλούτη (Eρωφ. Xορ. γ´ 436)·
- ματωμένην μάχην (Tζάνε, Kρ. πόλ. 2871).
- 2) Που σχετίζεται με αίμα (κυριολ. και μεταφ.), ψυχικό πόνο:
- (Λίμπον. 55)·
- δάκρυα ματωμένα (Eρωτοπ. 147).
- 3) Καμωμένος με αίμα:
- γράμματά μοι έγραψεν … αιματωμένα (Διγ. Z 2998).
- 4) Kοκκινωπός (εξαιτίας του πορφυρού λίθου):
- (Bεν. 80).
- 5) Που περιέχει αίμα:
- νερόν … ματωμένον (Xούμνου, Kοσμογ. 2281).
- 1) Που σχετίζεται με αίμα, φόνο, αιματοχυσία:
[αρχ. αιματόω. H λ. και ο τ. στο Βλάχ. και σήμ.]
- Α´ (Mτβ.) πληγώνω:
[Λεξικό Γεωργακά]
- αιματώνω [ematóno] (& ματώνω) aor αιμάτωσα & μάτωσα, mediop αιματώνομαι & ματώνομαι, aor αιματώθηκα & ματώθηκα, ppp αιματωμένος & ματωμένος
- Ⓐ trans
- ① cause bleeding, wound (syn προξενώ αιμορραγία, πληγώνω):
- μάτωσα το δάχτυλό μου με τ' αγκάθι |
- poem κρατώ, καρφώνω επάνω του |
- και ματώνω τα χέρια (Palam) |
- στα πόδια που ματώνεστε περνώντας |
- τα φτερά (id.) |
- ... να ματώση |
- τα νύχια του στη σάρκα μας βαθιά (Zevgoli) |
- έγινα τόσο ευαίσθητος, μα τόσο |
- με το να ματωθώ και να ματώσω (Peranthis)
- ⓐ slaughter, of animals:
- στείλ' τον (τον γκιόσο) ... να τον ματώσουμε, που είναι και γιορτή (Christovasilis) |
- πλάγιασε καταγής το ένα κριάρι και το μάτωσε (Prevelakis)
- ⓑ region. idiom phr το ματώνω cause bloodshed:
- βιαζότανε να το ματώση (Melas) |
- θα το ματώσουνε χωρίς ν' ακούσουνε κανένα (id.)
- ⓒ stain w. blood (syn βάφω or λερώνω με αίμα):
- μάτωσες το μαντήλι |
- ματώθηκε το φόρεμα |
- folks. ... κόψε μου το κεφάλι, |
- να ματωθούν τα ρούχα μου και σένα το σπαθί σου (Theros) |
- poem ... ξέσκισα τη σάρκα στα παλιούρια |
- και μάτωσα τη γη (Palam)
- ② cause s.o. severe pain or intense grief, make one feel grief (syn κάνω κ. να πονέση, λυπώ, στενοχωρώ υπερβολικά):
- το οικογενειακό χτύπημα μάτωσε την ψυχή του |
- της μάτωσε την καρδιά με όσα της είπε |
- folks. γιατί δεν άφηκες καρδιά να μη την αιματώσης (Passow) |
- poem άσκημες χεριές απλώνουν |
- και τις σάρκες τους ματώνουν (Skipis)
- ③ make bloodred (syn αιματοβάφω 3):
- poem μα ο ήλιος σαν αιμάτωσε τα χείλη των μαρμάρων, |
- τ' αγάλματα της μίλησαν ... (Melachrinos) |
- γαρούφαλα, που αιμάτωσαν του Μάη τα μεσημέρια (KKontos)
- Ⓑ intr
- ④ bleed (syn παθαίνω αιμορραγία):
- μάτωσαν τα πόδια μου |
- μάτωσε η μύτη μου my nose is bleeding |
- idiom phr δε μάτωσε μύτη στο πραξικόπημα during the coup no one suffered bodily harm |
- οι πληγές αυτές ... ματώνουν πάλι τώρα και πονούν (Papanoutsos)
- ⑤ intr & mediop αιματώνομαι (& ματώνομαι) suffer severely (syn υποφέρω υπερβολικά):
- δύσκολο πολύ ... να παίζης με το θεό και να μην αιματώνεσαι (Kazantz) |
- για να φτάσωμε (τον εξευγενισμό μας) ... ματώσαμε και θυσιαστήκαμε (Papanoutsos) |
- ματώνομε για να δημιουργήσωμε το έργο (Tsatsos)
- ⑥ feel intense compassion or grief, bleed (syn λυπούμαι βαθιά, παθαίνω βαρύ ηθικό τραύμα):
- ματώνει η καρδιά μου, όταν τον βλέπω my heart bleeds when I see him |
- idiom phr θα ματώση η καρδιά τους you will tear them apart |
- μάτωσε η ψυχή μου που είδα την κατάστασή του |
- θα ματώνη ο νους μου (Frangias) |
- poem μάτωσες, εκλεκτή ψυχή, και η πρωτινή σου στ' όχι |
- στάθηκε γνώμη, απάνω στο χαμό (Malakasis)
[fr MG αιματώνω, ματώνω ← AG αἱματῶ]