Παράλληλη αναζήτηση
3 εγγραφές [1 - 3] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Κριαρά]
- αιματώδης, επίθ.
-
- Aιματοβαμμένος, βουτηγμένος στο αίμα:
- (Διήγ. Bελ. χ 221).
[αρχ. επίθ. αιματώδης. H λ. και σήμ. λόγ.]
- Aιματοβαμμένος, βουτηγμένος στο αίμα:
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- αιματώδης -ης -ες [ematóδis] Ε11 : (λόγ.) 1. (ιατρ.) α. που περιέχει πολύ αίμα: ~ κύστη. β. ζωηρός, ευέξαπτος: ~ τύπος. ~ κράση. 2. (σπάν.) που μοιάζει με αίμα.
[λόγ.: 2: αρχ. αἱματώδης· 1: σημδ. γαλλ. sanguin]
[Λεξικό Γεωργακά]
- αιματώδης, -ης [emató∂is] adj
- ① plethoric in blood, sanguine (syn αιματερός 1, πληθωρικός, ant αναιμικός):
- ~άνθρωπος, ~γυναίκα |
- θα μ' έκανες να πεθάνω τούτη την ώρα, μικρέ μου, έτσι ~ που είμαι (Myriv)
- ② of blood, bloody:
- poem τρέχω και κάνω στο δεξί της χέρι |
- αιματώδη σταυρό μ' ένα μαχαίρι (Solom)
[fr MG 'bloodied' ← AG αἱματώδης]
- ① plethoric in blood, sanguine (syn αιματερός 1, πληθωρικός, ant αναιμικός):