Παράλληλη αναζήτηση
3 εγγραφές [1 - 3] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- αιματοχυσία η [ematoxisía] Ο25 : φόνος ή τραυματισμός πολλών ανθρώπων ιδίως σε συμπλοκή: Ο καβγάς / η διαδήλωση κατέληξε σε ~. Έγινε ~ στην άσφαλτο, για πολλά τροχαία ατυχήματα με πολλούς νεκρούς ή τραυματίες. Ο πόλεμος, αυτή η παρανοϊκή ~.
[λόγ. < ελνστ. αἱματοχυσία]
[Λεξικό Κριαρά]
- αιματοχυσία η· αιματοχυσά· ’ματοχυσά· ’ματοχυσία· ’ματοχυσιά.
-
- Xύσιμο αίματος, σφαγή, σύγκρουση αιματηρή:
- (Παλαμήδ., Bοηβ. 85).
[μτγν. ουσ. αιματοχυσία. H λ. και σήμ.]
- Xύσιμο αίματος, σφαγή, σύγκρουση αιματηρή:
[Λεξικό Γεωργακά]
- αιματοχυσία [ematoçisía] η,
- effusion of blood, bloodshed (syn ροή αίματος)
- ⓐ bloody conflict, massacre, carnage, woundings (syn αιματηρή συμπλοκή, αιματοκύλισμα, σκοτωμός):
- επανάσταση χωρίς ~ bloodless revolution |
- τ' άγρια χωρίζονται από τα ήμερα με συρματένια διαφράγματα, διαφορετικά θα είχαμε διαρκώς μάχες κ' αιματοχυσίες (Melas) |
- σφαγή κ' ~ του λαού (id.) |
- ήταν ... ο ηθικός αυτουργός της αιματοχυσίας (Myriv)
[fr MG ← K]