Παράλληλη αναζήτηση
2 εγγραφές [1 - 2] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- αιματουρία η [ematuría] Ο25 : (ιατρ.) παθολογική κατάσταση που εκδη λώνεται με ύπαρξη αίματος στα ούρα: Aίτια / διάγνωση της αιματουρίας.
[λόγ. < γαλλ. hématurie < hémat(o)- = αιματ(ο)- + -urie = -ουρία]
[Λεξικό Γεωργακά]
- αιματουρία [ematuría] η, med
- discharge of bloody urine, hematuria:
- έχει ~ he passes blood
[cpd w. -ουρία; cf δυσ-, λιθ-ουρία]
- discharge of bloody urine, hematuria: