Παράλληλη αναζήτηση
2 εγγραφές [1 - 2] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- αιματολογικός -ή -ό [ematolojikós] Ε1 : που έχει σχέση με την αιματολογία ή με τον αιματολόγο: Aιματολογικές αναλύσεις / εξετάσεις. Aιματολογικό συνέδριο / τμήμα νοσοκομείου.
[λόγ. < γαλλ. hématologique < hématolog(ie) = αιματολογ(ία) -ique = -ικός]
[Λεξικό Γεωργακά]
- αιματολογικός, -ή, -ό [ematoloyikós]
- hematological:
- είχε κάνει την αιματολογική εξέταση της άρρωστης (Nirvanas)
[der of αιματολόγος]
- hematological: