Παράλληλη αναζήτηση
2 εγγραφές [1 - 2] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Κριαρά]
- αιματοκυλώ· ’ματοκυλώ· μτχ. παρκ. αιματοκυλισμένος· ματοκυλισμένος.
-
- Kάνω κάπ. να κυλισθεί στο αίμα του, σφάζω:
- πώς είναι μπορετό να το ματοκυλήσεις (ενν. το τέκνο); (Θυσ. 689).
- H μτχ. παρκ. ως επίθ. = βουτηγμένος στο αίμα:
- αϊτό σφαμένο, … ανέγνωρο κι αιματοκυλισμένο (Eρωτόκρ. Δ´ 1906).
[<ουσ. αίμα + κυλώ. Λ. αιματοκυλίζω και η λ. και σήμ.]
- Kάνω κάπ. να κυλισθεί στο αίμα του, σφάζω:
[Λεξικό Γεωργακά]
- αιματοκυλώ [ematociló] (& αιματοκυλάω, αιματοκυλίζω & ματοκυλώ, ματοκυλίζω) impf αιματοκυλούσα, αιματοκύλαγα, αιματοκύλιζα, aor αιματοκύλησα, mediop αιματοκυλιέμαι & αιματοκυλίζομαι, aor pass αιματοκυλίστηκα, ppp αιματοκυλισμένος,
- drench in blood, massacre, wound severely:
- ο πόλεμος ματοκύλησε τη χώρα |
- οι βομβαρδισμοί αιματοκύλησαν την πολιτεία |
- αιματοκυλίστηκε ο κόσμος |
- (τα αρχοντόπαιδα) σηκωνόντανε με πάθος και αιματοκυλούσαν ολόκληρες επαρχίες (Theotokas) |
- προτίμησε να χάση το θρόνο του παρά να αιματοκυλήση το λαό του (id.) |
- (οι ιδέες) για να σταθούν αιματοκυλίζονται μεταξύ τους (Palam) |
- ματοκυλίστηκαν εφτά χρόνους για να κερδίσουν τη λευτεριά τους (Roussos)
[fr MG αιματοκυλώ, ματοκυλώ]
- drench in blood, massacre, wound severely: