Παράλληλη αναζήτηση
2 εγγραφές [1 - 2] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- αιματοβαμμένος -η -ο [ematovaménos] Ε3 : 1α.που είναι λερωμένος με αίμα λόγω αιματοχυσίας: Aιματοβαμμένο μαχαίρι / ξίφος. Tα αιματοβαμμένα χέρια του δολοφόνου. β. (για πρόσ.) που προκάλεσε αιματοχυσία: Ο ~ Hρώδης / τύραννος. γ. που έχει σχέση με αιματοχυσία: Tα αιματοβαμμένα βουνά της Aλβανίας. 2. (λογοτ.) που είναι ή που φαίνεται ότι είναι κόκκινος: Aιματοβαμμένο ηλιοβασίλεμα.
[αιματο- + βαμμένος μππ. του βάφω]
[Λεξικό Γεωργακά]
- αιματοβαμμένος, -η, -ο [ematovaménos] (& ματοβαμμένος)
- ① full of blood, bloodied, bloody (syn γεμάτος αίματα, καταματωμένος):
- ~ άρχοντας |
- αιματοβαμμένα χέρια bloodstained hands |
- ~ τόπος, αιματοβαμμένη γη |
- αιματοβαμμένα χρόνια bloody years |
- έσερνε στις αιματοβαμμένες του εκστρατείες μια ουράνιας ομορφιάς γυναίκα (Palam) |
- ο Κ. δέχτηκε την αιματοβαμμένη λιγόζωη κορώνα της Πόλης (Kazantz) |
- κομμάτια από καπνό σέρνονται στις πλαγιές του αιματοβαμμένου βουνού (Theotokas) |
- poem ... τις ψυχές |
- που τους εχάρισε κάποιος θρίαμβος ~ (Karyotakis) |
- ω Μεσολόγγι, ιερέ βωμέ, αιματοβαμμένε (Malakasis)
- ② bloodred (syn in αιματερός 3):
- (ο ουρανός) με το βασίλεμα ... μοιάζει σαν αχνοφορεμένος· οι αχτίδες οι ματοβαμμένες πιο γρήγορα σβηούν (Psichari) |
- το πανί μιας βαρκούλας ... ξεχώριζε ματοβαμμένο στο ηλιοβασίλεμα (Xenop) |
- κάτι μεγάλες πρασινωπές και ματοβαμμένες βούλες από τις μπουκαμβίλιες και τους ιβίσκους (Sfakianakis) |
- poem όλα ...| τα γαλανά, τα πράσινα και τα ματοβαμμένα (Palam)
[cpd w. βαμμένος ← βεβαμμένος: βάπτω, or ppp of αιματοβάφω]
- ① full of blood, bloodied, bloody (syn γεμάτος αίματα, καταματωμένος):