Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Γεωργακά]
- αιματοβάφω [ematováfo] aor αιματόβαψα, pass aor αιματοβάφτηκα (& αιματοβάφηκα)
- ① stain w. blood:
- αιματόβαψα τον τοίχο
- ② drench w. blood, cause to be bloodied (syn προκαλώ αιματοχυσία, αιματοκυλώ):
- ένας δικτάτορας αιματόβαψε την Ευρώπη |
- μαχαιρώθηκαν κ' αιματόβαψαν τη γιορτή |
- αιματοβάφτηκε η λαμπρή
- ③ make bloodred (syn αιματώνω A3):
- poem μια τριχιά να πέση ο ήλιος θέλει |
- και τα ουρανοθέμελα αιματοβάφει (Gryparis) |
- άφθονο χύθηκε κρασί πέρα κατά τη δύση κ' αιματοβάφη η θάλασσα, τα σύννεφα κ' οι βράχοι (Veritis)
[cpd w. βάφω]
- ① stain w. blood: