Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: αιματηρός -ή -ό
2 εγγραφές [1 - 2]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
αιματηρός -ή -ό [ematirós] Ε1 : 1α.που προκάλεσε αιματοχυσία: Aιματηρά γεγονότα / επεισόδια. Aιματηρές συγκρούσεις. Tα αιματηρά επακόλουθα ενός ποδοσφαιρικού αγώνα. Aιματηρή θυσία, που γίνεται με θανάτωση, συνήθ. σφαγή, ζώου ή και ανθρώπου. || φονικός: ~ πόλεμος. Aιματηρή μάχη. β. (μτφ.) που είναι πολύ έντονος και συνήθ. οδυνηρός: ~ ανταγωνισμός. Έκανε αιματηρές οικονομίες για να μπορέσει να σπουδάσει. 2. (ιατρ.) που περιέχει αίμα: Aιματηρά ούρα / κόπρανα.

[λόγ.: 1: αρχ. αἱματηρός· 2: σημδ. γαλλ. sanguinolent]

[Λεξικό Γεωργακά]
αιματηρός, -ή (& L -ά), -ό [ematirós]
  • ① med containing blood (syn αιματωμένος):
    • αιματηρό μείγμα, αιματηρά κόπρανα
  • ② involving bloodshed, glory, bloody, murderous (syn αιματερός 2, ant αναίμακτος):
    • ~ πόλεμος, αγώνας, ανταγωνισμός bloody war, fight, rivalry |
    • αιματηρή μάχη bloody battle |
    • αιματηρή ρήξη, σύρραξη |
    • αιματηρή σύγκρουση or συμπλοκή bloody clash or fray |
    • αιματηρή ανταρσία, επανάσταση |
    • πράξη επαναστατική κ' αιματηρή (Melas) |
    • αιματηρά επεισόδια |
    • αιματηρά παρατράγουδα του ποδοσφαίρου bloody unseemly incidents or improprieties of soccer |
    • ~ απολογισμός assessment of the bloody losses (i.e. in dead and wounded) |
    • (έδωσε) λύση αιματηρή σ' ένα δράμα τιμής (Xenop)
  • ⓐ relig bloody (ant αναίμακτος):
    • αιματηρή θυσία animal or human sacrifice (ant αναίμακτη θυσία) |
    • (το αναίμακτο Δείπνο, αναμνηστικό) της αιματηρής θυσίας για τη λύτρωση του ανθρώπου (Papatsonis)
  • ③ fig having harsh consequences, heavy, taxing, dramatic (syn αιματερός 2b):
    • αιματηρές οικονομίες austere economic policies |
    • αιματηρές θυσίες του λαού heavy sacrifices (through taxation) of the people |
    • ο θρύλος του αγωνιζομένου λαού και της αιματηρής ελευθερίας (Theotokas) |
    • αντιπροσωπεύουν το αιματηρό λυκόφως της καπιταλιστικής ... κοινωνίας (Panagiotop) |
    • ο αγώνας του αληθινού καλλιτέχνη αέναος και ~ (Chatzinis)

[fr AG αἱματηρός]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες