Παράλληλη αναζήτηση
3 εγγραφές [1 - 3] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- αιματίτης ο [ematítis] Ο10 : (ορυκτ.) φυσικό οξείδιο του σιδήρου.
[λόγ. < ελνστ. αἱματίτης]
[Λεξικό Κριαρά]
- αιματίτης ο.
-
- Έκφρ. λίθος αιματίτης = κόκκινο σιδηρούχο μετάλλευμα (οξείδιο του σιδήρου), που θεωρείται αιμοστατικό φάρμακο:
- (Iατροσόφ. 793).
[μτγν. ουσ. αιματίτης. H λ. και σήμ.]
- Έκφρ. λίθος αιματίτης = κόκκινο σιδηρούχο μετάλλευμα (οξείδιο του σιδήρου), που θεωρείται αιμοστατικό φάρμακο:
[Λεξικό Γεωργακά]
- αιματίτης [ematítis] ο, gen αιματίτη (L)
- ① geol & miner hematite, bloodstone (syn αιμοστάτης, αιμοστάτης)
- ② miner ferric oxide
[fr MG αιματίτης ← K, AG -ίτης λίθος]