Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: αιματάλευρο
1 εγγραφή
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
αιματάλευρο το [ematálevro] Ο41 : κτηνοτροφή που παράγεται από αίμα ζώων.

[λόγ. αιματ(ο)- + άλευρον μτφρδ. γερμ. Blutmehl]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες