Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: αιματάκι
1 εγγραφή
[Λεξικό Γεωργακά]
αιματάκι [ematáci] το, lit & endear.
  • a small amount of blood

[der of K αἱμάτιον, whence also dial γαιμάτι, αιμάτσι; or directly fr αίμα]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες