Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Γεωργακά]
- αιμασιά [emasjá] η, region.
- ① mortarless stone wall to hold the soil on a slope (syn πεζούλα)
- ② synecd the level surface on sloping ground made possible through the supportive wall (syn πεζούλα)
[fr AG (also PatrG) αἱμασιά 'wall of dry stones; hedge of thorns']