Παράλληλη αναζήτηση
2 εγγραφές [1 - 2] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- αιμάτωμα το [emátoma] Ο49 : (ιατρ.) συγκέντρωση αίματος κάτω από το δέρμα ή ανάμεσα στους ιστούς λόγω ρήξης των αιμοφόρων αγγείων: Ένα ~ στο χέρι / πόδι / πρόσωπο. Είδη αιματωμάτων.
[λόγ. < γαλλ. hématome < hémat(o)- = αιματ(ο)- + -ome = -ωμα]
[Λεξικό Γεωργακά]
- αιμάτωμα [emátoma] το, (& μάτωμα)
- ① bleeding:
- μάτωμα του χεριού |
- μάτωμα της μύτης nosebleed
- ② med hematoma (syn εκχύμωση):
- για αιματώματα χρειάζεται θερμό μασάζ |
- με τη ρήξη των τριχοειδών της θήκης δημιουργήθηκε κάποιο μικρό ~ (Louros) |
- αν έχη γίνει ~ μέσα στο βολβό, μόνο μια σύγκαιρη επέμβαση μπορεί να το σώση (sc το μάτι) (AVlachos)
[der of αιματώνω & ματώνω]
- ① bleeding: