Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: αιλουροειδές
2 εγγραφές [1 - 2]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
αιλουροειδές το [eluroiδés] Ο (βλ. Ε10) : 1.(πληθ.) ονομασία σαρκοφάγων θηλαστικών: Tίγρεις, πάνθηρες και άλλα αιλουροειδή. 2. κάθε ζώο που ανήκει στα αιλουροειδή: Ένα μικρό ~ όμοιο με αγριόγατο. || (ως επίθ.): Aιλουροειδή ζώα.

[λόγ. αίλουρ(ος) -ο- + -ειδές, ουδ. του -ειδής μτφρδ. γαλλ. félidés (πληθ.)]

[Λεξικό Γεωργακά]
αιλουροειδές [eluroi∂és] το, gen αιλουροειδούς, zoo
  • one of the cats, usu pl αιλουροειδή τα, the cats, Felidae:
    • το γένος (or η οικογένεια) των αιλουροειδών |
    • ένα μεγαλοπρεπέστατο ~ με ραβδώσεις τίγρεως (Melas) |
    • ο γάτος αυτός ... είναι ένα ~ αληθινά ωραίο (Myriv) |
    • poem το ~ και το παχύδερμο, | το σερπετό και οι ρίζες (Decavalles)

[substantiv. n of αιλουροειδής]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες