Παράλληλη αναζήτηση
2 εγγραφές [1 - 2] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- αιθυλικός -ή -ό [eθilikós] Ε1 : (χημ.) που έχει σχέση με το αιθύλιο: ~ αιθέρας. Aιθυλική αλκοόλη. Aιθυλικό οινόπνευμα / νάτριο.
[λόγ. < γαλλ. éthylique < éthyl(e) = αιθύλ(ιο) -ique = -ικός]
[Λεξικό Γεωργακά]
- αιθυλικός, -ή, -ό [eθilikós] chem
- :
- αιθυλικό οινόπνευμα
- ethyl spirit or alcohol (syn αιθυλόπνευμα):
- ~ αιθέρας ethyl ether |
- αιθυλικό νάτριο sodium ethylate.