Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: αιθυλένιο
2 εγγραφές [1 - 2]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
αιθυλένιο το [eθilénio] Ο40 : (χημ.) οργανική χημική ένωση, άχρωμο και εύφλεκτο αέριο με ελαφρά οσμή.

[λόγ. < γαλλ. éthylèn(e) -ιον (< éthyle = αιθύλιο)]

[Λεξικό Γεωργακά]
αιθυλένιο [eθilénio] το, chem
  • ethylene (olifying gas).
< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες