Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: αιθρίασμα
1 εγγραφή
[Λεξικό Γεωργακά]
αιθρίασμα [eθríazma] το,
  • improvement of the weather (syn ξαστέρωμα)

[cf ByzG αἰθρίασις]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες