Παράλληλη αναζήτηση
2 εγγραφές [1 - 2] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- αιθιοπικός -ή -ό [eθiopikós] Ε1 : που ανήκει ή που αναφέρεται στην Aιθιοπία ή στους Aιθίοπες ή προέρχεται από αυτή ή από αυτούς: Ο ~ λαός. Aιθιοπικές φυλές. Aιθιοπική κυβέρνηση / πρωτεύουσα.
[λόγ. < αρχ. Aἰθιοπικός `κάτοικος της Aιθιοπίας΄]
[Λεξικό Γεωργακά]
- αιθιοπικός, -ή, -ό [eθiopikós]
- Ethiopian (Abyssinian):
- αιθιοπική γλώσσα, γη, φυλή.
- Ethiopian (Abyssinian):