Παράλληλη αναζήτηση
3 εγγραφές [1 - 3] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- αιθεροβάμων -ων -ον [eθerovámon] Ε (βλ. -ων -ων -ον) : (λόγ., για πρόσ.) που αγνοεί την πραγματικότητα και δεν προσαρμόζει σ΄ αυτήν τις απόψεις ή τις ενέργειές του, που αιθεροβατεί: ~ πολιτικός. || (ως ουσ.) ο αιθεροβάμων: Yπάρχουν ακόμα ανάμεσά μας μερικοί αιθεροβάμονες που επιμένουν να αμφισβητούν τη ρεαλιστική πολιτική του κόμματος.
[λόγ. αιθερο- 1 + αρχ. -βάμων (< ρ. βαίνω) κατά το αιθεροβατώ, μσν. ουρανοβάμων]
[Λεξικό Γεωργακά]
- αιθεροβάμων1 [eθerovámon] ο,
- daydreamer, utopist, utopianist:
- μερικοί αιθεροβάμονες παρενοχλούν τους στοχασμούς των γερά προσγειωμένων πολιτικών (Christidis)
[fr αιθεροβάμων (Eustathius), cpd w. -βάμων, as also αερο-(Byz), ουρανο- (Eccl, Byz) and 31 other examples]
- daydreamer, utopist, utopianist:
[Λεξικό Γεωργακά]
- αιθεροβάμων2, -ων [eθerovámon] mf adj (L) (& αιθεροβάμονας)
- daydreaming, utopian:
- poem αετός αιθεροβάμονας της Kρήτης, | αλλά και περιστέρι της Iδέας (Malakasis).
- daydreaming, utopian: