Παράλληλη αναζήτηση
2 εγγραφές [1 - 2] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- αιθάλη η [eθáli] Ο30 : 1.(λόγ.) η καπνιά. 2. είδος τεχνητού άνθρακα: Παρασκευή / παραγωγή / χρήσεις της αιθάλης.
[λόγ.: 1: αρχ. αἰθάλη· 2: σημδ. αγγλ. carbon black]
[Λεξικό Γεωργακά]
- αιθάλη [eθáli] η,
- soot, lampblack, gas black:
- τέφρα κ' ~ |
- η ~από διαφόρους καπνούς |
- τα Δονύσια ... θα ήταν νυστακτικά χωρίς ... το μαύρο της αιθάλης που μεταμορφώνει τους εορταστάς (Papantoniou) |
- ο κύριος ακινήτου ... ανέχεται την εκπομπή καπνού, αιθάλης, αναθυμιάσεων ... ή άλλες παρόμοιες επενέργειες που προέρχουνται από άλλο ακίνητο (Christidis AK)
[fr K αἰθάλη]
- soot, lampblack, gas black: