Παράλληλη αναζήτηση
2 εγγραφές [1 - 2] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- αιδώς η [eδós] Ο γεν. αιδούς, αιτ. αιδώ (χωρίς πληθ.) : (λόγ.) 1α. το συναίσθημα της ντροπής που προέρχεται ιδίως από καταπάτηση των ηθικών ή κοινωνικών κανόνων: H νεολαία συχνά κατηγορείται για έλλειψη σεμνότητας και αιδούς. ~, Aργείοι, (ως επίπληξη για τους Έλληνες) ντροπή σας! β. (νομ.) Προσβολή της αιδούς κάποιου / της δημοσίας αιδούς, για εκτέλεση άσεμνης ή ακόλαστης πράξης. 2. τα απόκρυφα μέρη του ανθρώπινου σώματος: Mε ένα απλό κομμάτι ύφασμα αντί για ρούχο γύρω από την αιδώ.
[λόγ. < αρχ. αἰδώς (1β: σημδ. γαλλ. pudeur)]
[Λεξικό Γεωργακά]
- αιδώς [e∂ós] η, gen rare αιδούς, acc αιδώ
- ① sense of shame, bashfulness, modesty, decency (syn αιδημοσύνη, αιδοσύνη, ντροπή, συστολή):
- το συναίσθημα της αιδούς |
- η αισχύνη είναι επιτεταμένη ~ (Tatakis) |
- η ~ στην πράξη είναι έμφυτη (Katsigra) |
- στα παιδιά πρέπει πολλήν αιδώ κι όχι χρήματα να αφίνουμε (Vrettakos) |
- κάτω από το νυφικό πέπλο συνηθίσαμε να βλέπουμε τη συστολή, την αιδώ, την αγνότητα της παρθένου (Palaiologos) |
- δημοσιεύματα άσεμνα ... προσβάλλουν ... τη δημόσια αιδώ (Christidis EΣ) |
- o Ίψεν ένοιωθε βαθύτατα ... την αιδώ των συναισθημάτων (Thrylos) |
- poem χωρίς περίσκεψιν, χωρίς λύπην, χωρίς αιδώ | μεγάλα κ' υψηλά τριγύρω μου έκτισαν τείχη (Kavafis) |
- κ' οι Aθηναίοι χωρίς διάκρισιν κ' αιδώ, | με δάφνες τους εδέχθησαν και άνθη (Malakasis)
- ② genitals, pudendum (syn αιδοίο)
[fr AG αἰδώς]
- ① sense of shame, bashfulness, modesty, decency (syn αιδημοσύνη, αιδοσύνη, ντροπή, συστολή):