Παράλληλη αναζήτηση
5 εγγραφές [1 - 5] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- αιδοίο το [eδío] Ο39 : (ανατ.) 1. το εξωτερικό τμήμα των γεννητικών οργάνων της γυναίκας: Σχισμή / χείλη του αιδοίου. Παθήσεις του αιδοίου. 2. (λόγ., πληθ.) το πέος και οι όρχεις.
[λόγ. < αρχ. αἰδοῖον]
[Λεξικό Γεωργακά]
- αιδοίο [e∂ío] το,
- external genital organ, pudendum, male or female (syn αιδώς 2, έξω γεννητικό μόριο) ; usu pl αιδοία τα, genitals, pudenda, private parts:
- γυναικείο ~ vulva |
- σχισμή του αιδοίου (Louros) |
- poem το χνουδάκι το χλόινο πάνω στην κνήμη του αιδοίου (Elytis).
- external genital organ, pudendum, male or female (syn αιδώς 2, έξω γεννητικό μόριο) ; usu pl αιδοία τα, genitals, pudenda, private parts:
[Λεξικό Γεωργακά]
- αιδοιοκάλυμμα [e∂iokálima] το,
- G-string:
- ~ γυμνής χορεύτριας
[cpd w. κάλυμμα]
- G-string:
[Λεξικό Γεωργακά]
- αιδοιοκολπίτιδα [e∂iokolpíti∂a] η, med
- inflammation of the vulva and vagina, vulvovaginitis
[der of *αιδοιόκολπος w. suff -ίτις]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- αιδοιολειχία η [eδiolixía] Ο25 : επαφή του αιδοίου με το στόμα, ιδίως με τα χείλη και τη γλώσσα, με σκοπό τη διέγερση και την πρόκληση ερωτικής ηδονής.
[λόγ. αιδοί(ον) -ο- + αρχ. λείχ(ω) `γλείφω΄ -ία μτφρδ. νλατ. cunnilingus (για την πράξη) < λατ. cunnilingus (για το άτομο που κάνει την πράξη) (πρβ. ελνστ. αἰδοιλείκτης για το άτομο)]