Παράλληλη αναζήτηση
2 εγγραφές [1 - 2] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- αιδημοσύνη η [eδimosíni] Ο30 (χωρίς γεν. πληθ.) : η αιδώς και ιδίως η κατάσταση που χαρακτηρίζει τον άνθρωπο, όταν νιώθει αυτό το συναίσθημα: Εφηβική / παρθενική / γυναικεία ~. Bιαστικά και με ~ σκέπασε το γυμνό της κορμί.
[λόγ. < ελνστ. αἰδημοσύνη]
[Λεξικό Γεωργακά]
- αιδημοσύνη [e∂imosíni] η,
- bashfulness, modesty (syn αιδοσύνη, ντροπαλότητα, συστολή):
- μια παρθενική ~ ... την έκανε να βλέπη πάντα χάμω (Xenop) |
- (κυρία, μας πήρατε) το σπάνιο άρωμα της πρώτης αιδημοσύνης (Melas) |
- ένα αίσθημα συστολής, μια ~, κάτι σαν σεβασμός ... κυρίεψαν την ψυχή μου (Glezos) |
- βιαστικά και με ~ έφερε τα χέρια της στο ανασηκωμένο φουστάνι της (id.) |
- (η άρρωστη εξομολογείται) ενοχλήματα που θίγουν τη γυναικεία ~ και φιλαρέσκεια (Louros) |
- μια σύντομη ύστερ' από το γάμο αμοιβαία αναφροδισία πηγάζει από τον κόρο της υπερβολής και την ακαλαίσθητη εγκατάλειψη κάθε αιδημοσύνης (id.)
[fr K αἰδημοσύνη]
- bashfulness, modesty (syn αιδοσύνη, ντροπαλότητα, συστολή):