Παράλληλη αναζήτηση
2 εγγραφές [1 - 2] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- αιδεσιμότατος ο [eδesimótatos] Ο20α : (εκκλ.) τίτλος και προσφώνηση έγγαμου πρεσβυτέρου.
[λόγ. < ελνστ. αἰδεσιμότατος υπερθ. του αρχ. αἰδέσιμος `σεβαστός΄]
[Λεξικό Γεωργακά]
- αιδεσιμότατος [e∂esimótatos] ο, (L) (sp. also αιδεσιμώτατος) eccl
- title of priests, Most or Right Reverend, e.g. ο ~X The Reverend so-and-so:
- αιδεσιμότατε! (address) (syn η αιδεσιμότης σου)
[fr MG αιδέσιμος ← K (pap 5th-7th c. AD) & PatrG αἰδέσμιος 'exciting respect, venerable'; αἰδεσμιώτατος in pap of 5th-6th c. AD]
- title of priests, Most or Right Reverend, e.g. ο ~X The Reverend so-and-so: