Παράλληλη αναζήτηση
2 εγγραφές [1 - 2] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- αιγυπτιολόγος ο [ejiptiolóγos] Ο18 θηλ. αιγυπτιολόγος [ejiptiolóγos] Ο35 : επιστήμονας που ασχολείται με την αιγυπτιολογία: Ένας σοφός ~ διάβασε τα ιερογλυφικά.
[λόγ. < γαλλ. égyptologue < égypto(logie) = αιγυπτιο(λογία) -logue = -λόγος· λόγ. θηλ. χωρίς διάκρ. γένους]
[Λεξικό Γεωργακά]
- αιγυπτιολόγος [eyiptiolóγos] ο, η,
- specialist in matters of Egyptian culture, Egyptologist:
- αγωνίστηκα ω, πολύ λίγο, δίχως καμιά φιλοδοξία να περάσω για ερασιτέχνης ~ να συλλάβω τη συνάρτηση ή την παραλληλία του κα και του μπα (Theotokas) |
- ο Maspero, ο σοφός ~ (Moustoxydis)
[cpd of αιγύπτια & -λόγος; cf αρχαιολόγος]
- specialist in matters of Egyptian culture, Egyptologist: