Παράλληλη αναζήτηση
2 εγγραφές [1 - 2] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- αιγυπτιολογία η [ejiptiolojía] Ο25 : κλάδος της αρχαιογνωσίας που ασχολείται με τον αρχαίο αιγυπτιακό πολιτισμό.
[λόγ. < γαλλ. égyptologie < ῆgypt(e) < λατ. Aegyptus < αρχ. Aἴγυπτ(ος) -ο- + -logie = -λογία, με προσθήκη -ι- κατά το Aιγύπτιος]
[Λεξικό Γεωργακά]
- αιγυπτιολογία [eyiptioloyía] η,
- study of Egyptian civilization, Egyptology
[der of αιγυπτιολόγος]