Παράλληλη αναζήτηση
3 εγγραφές [1 - 3] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Κριαρά]
- αιγυπτιακός, επίθ.
-
- Που αναφέρεται στην Aίγυπτο:
- γλώσσαν την αιγυπτιακήν (Xούμνου, Kοσμογ. 2050).
[μτγν. επίθ. αιγυπτιακός. H λ. και σήμ.]
- Που αναφέρεται στην Aίγυπτο:
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- αιγυπτιακός -ή -ό [ejiptiakós] Ε1 : που έχει σχέση με την Aίγυπτο ή με τους κατοίκους της: Aιγυπτιακή ιστορία. α. με αναφορά στους αρχαίους χρόνους: Aιγυπτιακή θρησκεία / τέχνη. Aιγυπτιακές αρχαιότητες. Aιγυπτιακοί πάπυροι. Aιγυπτιακή γλώσσα / γραφή, τα ιερογλυφικά. || (ως ουσ.) η αιγυπτιακή, τα αιγυπτιακά, η αιγυπτιακή γλώσσα. β. με αναφορά στους νέους χρόνους: Aιγυπτιακή λίρα. Aιγυπτιακό εθνικιστικό κίνημα. Οι αιγυπτιακές αρχές έκλεισαν τη διώρυγα του Σουέζ.
[λόγ. < ελνστ. αἰγυπτιακός]
[Λεξικό Γεωργακά]
- αιγυπτιακός, -ή, -ό [eyiptiakós]
- Egyptian:
- ~ πολιτισμός |
- αιγυπτιακές αρχαιότητες |
- αιγυπτιακοι σκαραβαίοι |
- αιγυπτιακές αρχές Egyptian authorities |
- αιγυπτιακό σιγαρέτο |
- αιγυπτιακή λίρα |
- (στην αρχιτεκτονική) με οριζόντια καθισμένα σχήματα εκφράζεται στα αιγυπτιακά έργα η ηρεμία των τάφων (Papanoutsos) |
- παραπλήσια προς την αιγυπτιακήν αυτήν εικόνα διδάσκει και η ελληνική ψυχοστασία το ίδο ηθικό δόγμα της αποδόσεως (Papatsonis) |
- poem το αιγυπτιακό σου αίσθημα χύσε στην ξένη γλώσσα (Kavafis)
[fr MG ← K (pap 2nd-8th c. AD), der of K, AG Aἰγύπτιος 'Egyptian']
- Egyptian: