Παράλληλη αναζήτηση
2 εγγραφές [1 - 2] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Γεωργακά]
- αιγοτρόφος1 [eγοtrófos] ο,
- goat-breeder (syn γιδοτρόφος, κατσικοτρόφος)
[cpd w. -τρόφος; cf προβατο-, προβατοκτηνο-τρόφος etc]
[Λεξικό Γεωργακά]
- αιγοτρόφος2, -ος [eγοtrófos] adj
- goat-breeding:
- πληθυσμός ~ |
- ~ χώρα.
- goat-breeding: