Παράλληλη αναζήτηση
3 εγγραφές [1 - 3] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- αιγιαλός ο [ejialós] Ο17 : (λόγ.) ο γιαλός. || (νομ.) η χερσαία ζώνη που περικλείει τη θάλασσα και περιλαμβάνει το χώρο, ο οποίος βρέχεται από το μεγαλύτερο κύμα: Επιτροπή για τον καθορισμό των ορίων του αιγιαλού. Aπαγορεύεται η οικοδόμηση στον αιγιαλό.
[λόγ. < αρχ. αἰγιαλός]
[Λεξικό Κριαρά]
- αιγιαλός ο· γιαλός.
-
- Η θάλασσα (κοντά στην παραλία):
- τας ακτάς των αιγιαλών (Έκθ. χρον. 814)·
- το βάθος του γιαλού (Xρον. Mορ. H 535).
[αρχ. ουσ. αιγιαλός. O τ. στο Meursius και σήμ.]
- Η θάλασσα (κοντά στην παραλία):
[Λεξικό Γεωργακά]
- αιγιαλός s. γιαλός.