Παράλληλη αναζήτηση
2 εγγραφές [1 - 2] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- αιγαιοπελαγίτικος -η -ο [ejeopelajítikos] Ε5 : που αναφέρεται: α. στην περιοχή του Aιγαίου πελάγους· αιγαιακός: Aιγαιοπελαγίτικα νησιά / μελτέμια. Aιγαιοπελαγίτικη φύση / θάλασσα. β. στους Aιγαιοπελαγίτες, στους κατοίκους των νησιών του Aιγαίου πελάγους: Aιγαιοπελαγίτικη φιλοξενία / αρχιτεκτονική. Aιγαιοπελαγίτικο τραγούδι.
[α: φρ. Aιγαίο πέλαγ(ος) -ίτικος· β: Aιγαιοπελαγίτ(ης) -ικος]
[Λεξικό Γεωργακά]
- αιγαιοπελαγίτικος, -η, -ο [eyeοpelayítikos]
- of the Aegean Sea or of the Aegean area:
- αιγαιοπελαγίτικο νησί |
- αιγαιοπελαγίτικη ατμόσφαιρα, αιγαιοπελαγίτικη φύση |
- τραγούδια αιγαιοπελαγίτικα |
- (ο τρόπος τους) διαλαλούσε την άφταστη αιγαιοπελαγίτικη φιλοξενία (Drosinis) |
- ένας λαός ... σε υποδέχεται με όλο το αιγαιοπελαγίτικο κέφι (Myriv) |
- ποια αύρα αιγαιοπελαγίτικη τον έκαμε και ξεχάστηκε έτσι για μια στιγμή; (Theotokas) έλαμψε μπροστά στα μάτια μας έν' από τα πιο πολύτιμα αιγαιοπελαγίτικα διαμάντια της χώρας μας, η Xίος (Papanoutsos) |
- αρχιτεκτονικό στοιχείο αιγαιοπελαγίτικο (ChKarouzos) |
- poem τα αιγαιοπελαγίτικα νησιά κ' η Kύπρο η αφρόπλαστη, | η Kύπρο η λατρεμένη (Skipis)
[der of Aιγαιοπελαγίτης]
- of the Aegean Sea or of the Aegean area: