Παράλληλη αναζήτηση
2 εγγραφές [1 - 2] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- αθώωση η [aθóosi] Ο33 : η ενέργεια ή το αποτέλεσμα του αθωώνω. ANT καταδίκη: H δίκη έληξε με ~ του κατηγορουμένου.
[λόγ. < αρχ. ἀθῴ ω(σις) -ση]
[Λεξικό Γεωργακά]
- αθώωση [aθóosi] η, law
- discharge, exoneration, acquittal (syn απαλλαγή [από κατηγορία], κήρυξη κατηγορουμένου ως αθώου):
- θα 'λεγε κανείς πως ο κ. εισαγγελέας, προβλέποντας την αθώωσή του στο δικαστήριο, τον καταδίκαζε ο ίδιος σε θάνατο (Xenop) |
- συμβαίνει ... η υπόθεση να φτάση στο δικαστήριο, εκεί να διαλυθή η συκοφαντία, και η πανηγυρική ~ του θύματος να του ανοίξη νέους ... δρόμους επιτυχίας (Papanoutsos)
[fr ByzG ἀθ ώωσις ← AG; cf ByzG ἐξαθ ώωσις]
- discharge, exoneration, acquittal (syn απαλλαγή [από κατηγορία], κήρυξη κατηγορουμένου ως αθώου):