Παράλληλη αναζήτηση
2 εγγραφές [1 - 2] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- αθώρητος -η -ο [aθóritos] Ε5 : (λογοτ.) αθέατος.
[α- 1 θωρη- (θωρώ) -τος]
[Λεξικό Γεωργακά]
- αθώρητος, -η, -ο [aθóritos] (& rare αθώρετος)
- ① not seen, invisible (syn αθέατος):
- ~ δρόμος |
- η κορφή του βουνού είναι αθώρητη |
- το χωριό πέρ' από τη ράχη πέφτει αθώρητο |
- αθώρητα βάθη |
- κελάιδημα πουλιού αθώρητου |
- βλάβη μικρή αθώρητη |
- αθώρητο μυστήριο |
- (το χαλινάρι) είχε κρυμμένα σκοινιά, που ήταν δεμένα με αθώρητες καμπάνες folkt |
- οι θαλασσινοί ... ξεχωρίζουνε ... στον ορίζοντα κοκκίδα μαύρη αθώρητη από τ' άλλα μάτια, το παπόρι (Palam) |
- το μάτι του αρχαιολόγου βλέπει όσα είναι αθώρητα στους άλλους (Drosinis) |
- έπαιζε αθώρητη το βιολί της (Psichari) |
- μες στο σκοτάδι ~ παίρνει τον ανήφορο το μονοπάτι (Vlachogiannis) |
- η βουή (του Nιαγάρα) ακούεται ... σαν κάλπασμα αθώρητου ιππικού (Karantonis) |
- O εχθρός την εκμεταλλεύθηκε (sc την καταχνιά), προωθήθηκε ~ (Terzakis) |
- στηθοκοπιούνταν αθώρητοι μέσα στη θεοσκότεινη νύχτα (Lazaridis) |
- ο Θεός ... μένει κρυμμένος κι ~ (Theodoridis) |
- poem σκότος ήταν, έλειπε κι ο ήλιος | πάντ' ~και πάντα ονειρευτός (Palam) |
- μια ψυχούλα αθώρητη | παντού με παραστέκει (id.) |
- σα δελφίνια που αθώρητα τρέχουν στην άβυσσο μέσα (Sikel) |
- σμάρι σπουργίτια αθώρητα | ξεσπάνε στον αέρα (Agras) |
- ω της νύχτας μελανόφεγγο σκοτάδι, | τι όνειρο άραχλο μου στέλνεις | μέσ' απ' τις αυλές του αθώρητου Άδη (Stavrou Ar)
- ② hidden, secret (because invisible) (syn απόκρυφος, κρυφός, μυστικός):
- αθώρητο παραπόρτι |
- το κάστρο είχε ένα αθώρητο έμπα
[cpd w. θωρώ; form αθώρετος MG; cf AG θεωρητός & ἀθεώρητος]
- ① not seen, invisible (syn αθέατος):