Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Γεωργακά]
- αθώα [aθóa] adv
- innocently, artlessly, naively (syn άδολα, άκακα, χωρίς δόλο or κακία):
- κοιτάζει, λέει, μιλάει, ρωτάει ~ |
- εντελώς ~ entirely innocently |
- τον εκοίταξε ~ (Myriv) |
- εγώ δούλευα διά την πατρίδα ~ (Makryg) |
- του είπα ~ να μην πειράξωμεν τους Aθηναίους (id.) |
- ρώτησα ~ κ' έμαθα (Vlachogiannis) |
- προχτές δεν πήγαμε στο πανυγύρι; κάνει ο A. ~ τάχα (id.) |
- "καημένη μου μικρή," της είπε χαϊδεύοντάς την στοργικά κι ~ (Melas) poem εθύμωσες και τώρα πια δεν μου γελάς, | όπως ~ και παιδιάτικα | άλλες φορές χαμογελούσες (Moraitinis) |
- εκείνη πια δε γέλαγεν ~ σαν και πρώτα (Ouranis)
[der of αθώος; cf PatrG ἀθώως]
- innocently, artlessly, naively (syn άδολα, άκακα, χωρίς δόλο or κακία):