Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: αθόρυβος -η -ο
2 εγγραφές [1 - 2]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
αθόρυβος -η -ο [aθórivos] Ε5 : που δεν είναι θορυβώδης. 1. που δε δημιουργεί θόρυβο: Aθόρυβο μηχάνημα / ψυγείο / βήμα. ~ ανεμιστήρας. 2. που δεν επιδιώκει να προκαλέσει το ενδιαφέρον των άλλων: Aθόρυβη ζωή. Aθόρυβη αλλά δημιουργική εργασία. Nομιμοποίησαν τις σχέσεις τους με έναν αθόρυβο γάμο. αθόρυβα ΕΠIΡΡ: Πλησίασε ~ το φρουρό και τον μαχαίρωσε. Έζησε τίμια και ~.

[λόγ. α- 1 θόρυβ(ος) -ος μτφρδ. αγγλ. noiseless (διαφ. το συγγ. αρχ. ἀθόρυβος `ατάραχος΄)]

[Λεξικό Γεωργακά]
αθόρυβος, -η, -ο [aθórivos]
  • noiseless, quiet, unostentatious:
    • ~ τρόπος |
    • αθόρυβοι δρόμοι |
    • περπατώ με αθόρυβο βήμα |
    • αθόρυβη περπατησιά |
    • αθόρυβο τραίνο |
    • αθόρυβη ζωή |
    • η αθόρυβη τάξη των πολιτικών υπαλλήλων |
    • εργάζονται με αθόρυβη ταχύτητα |
    • αθόρυβη και ανεπιτήδευτη φιλοξενία |
    • αθόρυβο σύστημα συναγερμού noiseless alarm system |
    • αθόρυβη προπαγάνδα propaganda spread unostentatiously |
    • λαμπρή θα κάμουνε μόνο με αθόρυβη προσευχή (Melas) |
    • η ζωή κυλούσε αθόρυβη, σοβαρή, λιγομίλητη (Kazantz) |
    • ο Kαβάφης ~, λησμονημένος στη μακρινή του αποικία (Theotokas) |
    • η αθόρυβη προσήλωση σ' εκείνο που είχε προορισμό του, όρος και κανόνας ζωής (Panagiotop) |
    • άλλοι πάλι σκοτώνονται για να προκόψη η κοινωνία ... με αθόρυβη και δημιουργική εργασία (Papanoutsos) |
    • οι παγίδες που στήνουν οι άνθρωποι στους ανθρώπους είναι ... αθόρυβες (Mitropoulou) |
    • εκέρδιζε το γενικό σεβασμό με τον αθόρυβο μόχθο, που αφίνει έργο (Charis) |
    • θα 'λεγε κανείς ... πως ... η Aμερική είναι η πιο ήσυχη και η πιο αθόρυβη χώρα του κόσμου (Karantonis)

[fr AG ἀθόρυβος]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες