Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Γεωργακά]
- αθόρυβα [aθóriva] adv
- without noise, without fuss, quietly, stealthily (syn χωρίς θόρυβο, σιγά σιγά, ant με θόρυβο, θορυβωδώς) also fig without advertisement, without fanfare:
- κάνω κάτι ~ |
- βαδίζω ~ steal along |
- περπατώ ~ I deaden my footsteps |
- πέρασε ~ he flit by, glid by |
- έρχομαι, φεύγω ~ creep away, make o.s. scarce |
- πλησίασε και κάθισε ~ |
- σιωπηλά και ~ in silence and quietly |
- η πόρτα άνοιξε (έκλεισε) ~ |
- η λιμουζίνα ξεκίνησε ~ |
- μπαίνω ~ στο σπίτι (δωμάτιο) I creep into the house (room) |
- η Aθήνα ... ~, λιτά, όμως εγκάρδια επρόσφερε κι αυτή το φόρο της (Palam) |
- και ξανάρχιζε ~ η ζωή να δουλεύη (Kazantz) |
- να μιλώ και να δρω ... ταπεινά, ~ (Theotokas) |
- ο Aριστοτέλης ... κατάκτησε ~ τα πανεπιστήμια της Δυτικής Eυρώπης (Despotop) |
- έφυγε από τον κόσμο, όπως ακριβώς ήρθε, ~ και ταπεινά (Kanellop) |
- poem προχώρησε σιγά κι ~ σαν ένα νυχτοπούλι (Themelis) |
- κοίτα |
- θροΐζει ~ κάπου, θαρρείς, μετάξι (KStergiop)
[der of αθόρυβος]
- without noise, without fuss, quietly, stealthily (syn χωρίς θόρυβο, σιγά σιγά, ant με θόρυβο, θορυβωδώς) also fig without advertisement, without fanfare: