Παράλληλη αναζήτηση
2 εγγραφές [1 - 2] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- αθωώνω [aθoóno] -ομαι Ρ1 : κρίνω ότι κάποιος είναι αθώος σχετικά με ορισμένη κατηγορία σε δικαστήριο και τον απαλλάσσω από αυτή. ANT καταδικάζω: Οι ένορκοι του αναγνώρισαν αρκετά ελαφρυντικά στοιχεία και τον αθώωσαν. Ο κατηγορούμενος αθωώθηκε κι αφέθηκε ελεύθερος.
[λόγ. < ελνστ. ἀθῳ(ῶ) -ώνω]
[Λεξικό Γεωργακά]
- αθωώνω [aθoóno] aor αθώωσα, pass αθωώνομαι, αθωώθηκα, ppp αθωωμένος,
- pronounce s.o. not guilty of the charge, exculpate, exonerate, acquit, find s.o. innocent (syn κηρύσσω κ. αθώο, απαλλάσσω 5 [L της κατηγορίας]):
- το δικαστήριο τον αθώωσε |
- και να τον αθωώσουνε με χειροκροτήματα! φώναξε έξαλλος (Xenop) |
- οι ένορκοι θα με αθωώσουν (id.) |
- μια στιγμή την καταδικάζει και την κατοπινή την αθωώνει (KPolitis)
[fr K ἀθωῶ (-όω)]
- pronounce s.o. not guilty of the charge, exculpate, exonerate, acquit, find s.o. innocent (syn κηρύσσω κ. αθώο, απαλλάσσω 5 [L της κατηγορίας]):