Παράλληλη αναζήτηση
2 εγγραφές [1 - 2] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- αθωότητα η [aθoótita] Ο28 (χωρίς πληθ.) : η ιδιότητα του αθώου ανθρώπου. 1. έλλειψη ενοχής: Ο ύποπτος απέδειξε την αθωότητά του με ατράνταχτο άλλοθι. Aποδείχτηκε πανηγυρικά η ~ του κατηγορουμένου. 2. αγνότητα ή έλλειψη κακίας: Παρθενική / παιδική ~. 3. αφέλεια, έλλειψη εξυπνάδας, άγνοια: Γελούν όλοι με την αθωότητά του.
[λόγ.: 1: ελνστ. ἀθῳότης, αιτ. -ητα· 2, 3: σημδ. γαλλ. innocence]
[Λεξικό Γεωργακά]
- αθωότητα [aθoótita] η, (& poet αθωότη, L αθωότης) gen αθωότητας (αθωότης,
- L αθωότητος),
- ① guiltlessness, innocence:
- αποκαλύφθηκε τελικά η αθωότης των κατηγορουμένων αεροπόρων |
- το έκαμε με όλη την αθωότητά του |
- δεν είχα βγάλει κανένα πόρισμα για την ενοχήν ή για την ~ της κατηγορουμένης (Palam) |
- γεννήθηκα με τον έρωτα, όχι με την αθωότη (id.) |
- οι δυο νεαρές υπάρξεις εκοιμήθηκαν τον ύπνο της αθωότητος (Karyotakis)
- ② innocuousness, goodness, innocence (syn αγαθότητα, ant πονηρία):
- έκφραση παρθενικής αθωότητας στα φωτεινά μάτια και στα ... χαρακτηριστικά της μορφής της (Melas) |
- έπρεπε να πείσουν την κοσμική εξουσία για την ~ του χριστιανισμού (Tatakis) |
- poem η αθωότη μ' απόμεινε μόνη, | την αισθάνομαι μέσα στα στήθια (Solom) |
- όλη τη μουσική μέσ' την αγάπη βάλε | και βάλε των παιδιών την ~ όλη (Palam) |
- μιαν αθωότη ήταν το λάθος μας μεγάλη, | μια τρέλα ή φρονιμάδα της στιγμής (Malakasis)
[fr K ἀθωότης]