Παράλληλη αναζήτηση
2 εγγραφές [1 - 2] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- αθωωτικός -ή -ό [aθootikós] Ε1 : που αναφέρεται στην αθώωση. ANT καταδικαστικός: Aθωωτική ψήφος / απόφαση / ετυμηγορία.
[λόγ. αθωω- (δες αθωώνω) -τικός]
[Λεξικό Γεωργακά]
- αθωωτικός, -ή, -ό [aθootikós]
- exonerative, of or for acquittal (syn απαλλακτικός, ant καταδικαστικός):
- αθωωτική απόφαση verdict of not guilty |
- αθωωτικό βούλευμα |
- αθωωτική ψήφος του δικαστηρίου
[der in -ικός of *αθωωτός: ἀθῳῶ]
- exonerative, of or for acquittal (syn απαλλακτικός, ant καταδικαστικός):