Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: αθυρόστομος -η -ο
2 εγγραφές [1 - 2]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
αθυρόστομος -η -ο [aθiróstomos] Ε5 : α.(για πρόσ.) που χρησιμοποιεί αθυροστομίες: ~ άνθρωπος. Ο Bάρναλης είναι ~ όχι όμως χυδαίος. β. που περιέχει αθυροστομίες: Tο χιούμορ του, αν και αθυρόστομο, δε σοκάρει. αθυρόστομα ΕΠIΡΡ.

[λόγ. < αρχ. ἀθυρόστομος]

[Λεξικό Γεωργακά]
αθυρόστομος, -η, -ο [aθiróstomos] (L)
  • ① loose-tongued, garrulous, leaky, intemperate of speech, incontinent of secrets (syn φλύαρος, που δεν κρατεί μυστικό, ακριτόμυθος, ελευθερόστομος):
    • είναι ~ he wags his tongue, is intemperate in his speech |
    • ο άπειρος θεός αποστομώνει κάθε αθυρόστομο (Theodoridis)
  • ② excessively free of speech, indiscreet, teasing, shocking (syn που λέει ό,τι φτάση, αδιάκριτος):
    • έχει ο ποιητής ένα πηγαίο λαϊκό χιούμορ, που κι όταν γίνεται χοντρό και αθυρόστομο έχει πάντα υγεία και λεβεντιά (LPolitis) |
    • ο σαρκαστικός χαρακτήρας των πρώτων του ποιημάτων και η αθυρόστομη τόλμη τους έκαμαν ώστε ο Bάρναλης να χαρακτηριστή ... αισθησιακός (Peranthis) |
    • poem πολύ ~, πώς του επιτρέπετε; (Seferis) how could you, he's so shocking

[fr AG ἀθυρόστομος]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες