Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: αθυρόστομα
1 εγγραφή
[Λεξικό Γεωργακά]
αθυρόστομα [aθiróstoma] adv
  • ① openly, broadly (syn ανοιχτά):
    • μιλώ ~ talk broadly (syn μιλώ ανοιχτά)
  • ⓐ indiscretely:
    • μιλώ ~ use coarse language (syn λέω χοντροκοπιές)

[der of αθυρόστομος]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες