Παράλληλη αναζήτηση
2 εγγραφές [1 - 2] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- αθυροστομία η [aθirostomía] Ο25 : η ιδιότητα του αθυρόστομου ανθρώπου: Tον χαρακτηρίζει η ~. || (συνήθ. πληθ.) λέξη ή έκφραση που θεωρείται τολμηρή και ιδίως άσεμνη: Mε τις αθυροστομίες του κάνει τις γυναίκες να κοκκινίζουν.
[λόγ. < ελνστ. ἀθυροστομία]
[Λεξικό Γεωργακά]
- αθυροστομία [aθirostomía] η, (L)
- directness or bluntness of speech, intemperance in one's speech, loquacity, indiscreetness (syn ακράτεια της γλώσσας, αμετροέπεια, αδιακρισία):
- τον χαρακτηρίζει η ~ |
- (ο ρεαλισμός των ενθυμημάτων) μας ζωντανεύει την ~ των ... αγωνιστών (Dimaras) |
- ο ποιητής είναι ... ευτράπελος ως την ~ (id.)
- ⓐ pl αθυροστομίες οι, free and not thought-out remarks, blurted-out talk or indelicacies of speech (syn αδιακρισίες, αισχρολογίες, ξετσιπωσιές):
- διάλογοι γεμάτοι υπονοούμενα ή αριστοφανικές αθυροστομίες (MSfyroeras) |
- (η αυθορμησία του έργου) φτάνει με πολλή αθωότητα στις αθυροστομίες (Terzakis)
[fr K ἀθυροστομία]
- directness or bluntness of speech, intemperance in one's speech, loquacity, indiscreetness (syn ακράτεια της γλώσσας, αμετροέπεια, αδιακρισία):