Παράλληλη αναζήτηση
9 εγγραφές [1 - 9] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- αθυμία η [aθimía] Ο25 : (λόγ.) έλλειψη καλής ψυχικής διάθεσης· ακεφιά.
[λόγ. < αρχ. ἀθυμία]
[Λεξικό Κριαρά]
- αθυμία η· αθυμιά.
-
- Αθυμία, στενοχώρια:
- εκ της πολλής της αθυμιάς τον θάνατον εκράξε (Kορων., Mπούας 58).
[αρχ. ουσ. αθυμία. Η λ. και σήμ.]
- Αθυμία, στενοχώρια:
[Λεξικό Γεωργακά]
- αθυμία [aθimía] η, (& αθυμιά)
- dejection, despondency, low spirits, gloom (syn ακεφιά, δυσθυμία, μελαγχολία):
- τον κυριεύει (κυρίεψε) κάποια ~ |
- έρχεται μια στιγμή αθυμίας |
- το φθινόπωρο αισθάνομαι μιαν ~ |
- η μεταβολή της λιτής διαίτης μου ... και όλη μου η ψυχική ~ εδώ πέρα μου δημιουργούν μια κατάσταση ασθενική (Palam) |
- το μεθύσι του πάει σε βύθος αθυμίας και βουβαμάρας (id.) |
- με πιάνει μια ακατονόμαστη ~ (id.) |
- ήμουνε όλο μαζί γεμάτος ... μίσος, αγάπη, αθυμιά κι άπειρο θάρρος (Psichari) |
- ~ κατέχει τον κόσμο τούτο, κύριοι! (Panagiotop) |
- poem μια σκέψις όμως παρευθύς από την ~ | τον βγάζει (Kavafis)
[fr K ἀθυμία, MG αθυμιά ← AG ἀθυμία]
- dejection, despondency, low spirits, gloom (syn ακεφιά, δυσθυμία, μελαγχολία):
[Λεξικό Γεωργακά]
- αθύμιαστα [aθímjasta] adv
- ① without incensing (syn αθυμιάτιστα 1, αλιβάνιστα)
- ② without flattery (syn χωρίς κολακείες, αθυμιάτιστα 2, αλιβάνιστα):
- ~ δεν καταφέρνεις τους τρανούς
[der of αθύμιαστος]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- αθύμιαστος -η -ο [aθímnastos] Ε5 : (προφ.) αθυμιάτιστος.
[α- 1 θυμιασ- (θυμιάζω) -τος]
[Λεξικό Γεωργακά]
- αθύμιαστος, -η, -ο [aθímjastos]
- ① not incensed (syn αθυμιάτιστος 1, αλιβάνιστος):
- από τη βιάση του ο παπάς μάς άφησε τους μισούς αθύμιαστους
- ② fig not praised w. flattery (syn αθυμιάτιστος 2, αλιβάνιστος):
- ο προϊστάμενός μας είναι ~
[fr K ἀθυμίαστος (Proclus, 5th c. AD), surviving also in mod Pontic dial, cpd w. θυμιάζω]
- ① not incensed (syn αθυμιάτιστος 1, αλιβάνιστος):
[Λεξικό Γεωργακά]
- αθυμιάτιστα [aθimjátista] adv
- ① = αθύμιαστα 1
- ② = αθύμιαστα 2.
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- αθυμιάτιστος -η -ο [aθimnátistos] Ε5 : που δεν τον έχουν θυμιατίσει· αλιβάνιστος.
[α- 1 θυμιατισ- (θυμιατίζω) -τος]
[Λεξικό Γεωργακά]
- αθυμιάτιστος, -η, -ο [aθimjátistos]
- ① = αθύμιαστος 1:
- άφησε την εικόνα αθυμιάτιστη
- ② = αθύμιαστος 2:
- είναι ~, δεν παίρνει από κολακείες
- ⓐ not insulted, not abused (syn άβριστος):
- δεν άφησε κανέναν αθυμιάτιστο
[cpd w. θυμιατίζω]
- ① = αθύμιαστος 1: